1457. egkainizo
Strong's Exhaustive Concordance
consecrate, dedicate.

From egkainia; to renew, i.e. Inaugurate -- consecrate, dedicate.

see GREEK egkainia

Forms and Transliterations
εγκαινιεί εγκαινίζεσθε εγκαινισμόν εγκαινισμός εγκαινισμού εγκαίνισον εγκαινίσωμεν εγκαίνωσις εγκεκαίνισται ἐγκεκαίνισται ενεκαίνισας ενεκαίνισε ενεκαινισεν ενεκαίνισεν ἐνεκαίνισεν ενκεκαινισται ἐνκεκαίνισται enekainisen enekaínisen enkekainistai en'kekaínistai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1456
Top of Page
Top of Page