1287. diaskorpizó
Strong's Exhaustive Concordance
disperse, scatter abroad, strew, waste.

From dia and skorpizo; to dissipate, i.e. (genitive case) to rout or separate; specially, to winnow; figuratively, to squander -- disperse, scatter (abroad), strew, waste.

see GREEK dia

see GREEK skorpizo

Forms and Transliterations
διασκορπιεί διασκορπίζεις διασκορπίζηται διασκορπίζοντες διασκορπιζων διασκορπίζων διασκορπίσαι διασκορπίσαντα διασκορπίσατε διασκορπίσεις διασκορπίση διασκορπισθήσεται διασκορπισθησονται διασκορπισθήσονται διασκορπισθήτωσαν διασκορπισμόν διασκορπισμώ διασκόρπισον διασκορπιώ δίασμα διάσματι διάσματος διασπασμόν διεσκορπισα διεσκόρπισα διεσκορπισας διεσκόρπισας διεσκορπίσατε διεσκόρπισε διεσκόρπισέ διεσκορπισεν διεσκόρπισεν διεσκορπίσθη διεσκορπισθησαν διεσκορπίσθησαν διεσκορπίσθητε διεσκορπισμενα διεσκορπισμένα diaskorpisthesontai diaskorpisthēsontai diaskorpisthḗsontai diaskorpizon diaskorpizōn diaskorpízon diaskorpízōn dieskorpisa dieskórpisa dieskorpisas dieskórpisas dieskorpisen dieskórpisen dieskorpismena dieskorpisména dieskorpisthesan dieskorpisthēsan dieskorpísthesan dieskorpísthēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1286
Top of Page
Top of Page