1283. diarpazó
Strong's Exhaustive Concordance
to plunder

From dia and harpazo; to seize asunder, i.e. Plunder -- spoil.

see GREEK dia

see GREEK harpazo

Forms and Transliterations
διαπαρατριβαί διαρπαγήσονται διαρπαζόμενος διαρπάζοντες διαρπαζόντων διαρπάζουσι διαρπασαι διαρπάσαι διαρπασάτωσαν διαρπασει διαρπάσει διαρπάσωμεν διαρπώνται διέρραγκα διήρπαζον διήρπασαν διηρπασμένη διηρπασμένοι διηρπασμένον διηρπασμένος diarpasai diarpásai diarpasei diarpásei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1282
Top of Page
Top of Page