1244. diaireó
Strong's Exhaustive Concordance
divide.

From dia and haireomai; to separate, i.e. Distribute -- divide.

see GREEK dia

see GREEK haireomai

Forms and Transliterations
διαιρεθήσεται διαιρεθώσιν διαιρείται διαιρούμενοι διαιρουν διαιρούν διαιροῦν διαιρών δίαιτα διαίταις δίαιταν διαίτη διαίτης διείλαντο διείλε διειλεν διείλεν διεῖλεν διελεί διελείν διελείσθε διελείται διελείτε διελέσθαι διέλετε διέλης διελούνται διελούσιν διηρέθη διηρέθησαν διηρημένη διήρηται διητώντο diairoun diairoûn dieilen dieîlen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1243
Top of Page
Top of Page