868. aphistémi
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from apo and histémi
Definition
to lead away, to depart from
NASB Word Usage
abstain (1), depart (1), departed (1), deserted (1), drew away (1), fall away (2), falls away (1), leave (1), left (2), let go (1), stay away (1), withdrew (1).

Forms and Transliterations
απεστη απέστη ἀπέστη απέστημεν απέστης απέστησα απεστήσαμεν απεστησαν απέστησαν ἀπέστησαν απεστησε απέστησε ἀπέστησε απέστησεν ἀπέστησεν απέστητε απόστα αποσταίη αποσταντα αποστάντα ἀποστάντα αποστάντες αποστας αποστάς ἀποστὰς αποστη αποστή ἀποστῇ απόστηθι αποστηναι αποστήναι ἀποστῆναι αποστής αποστήσαι αποστήσαί αποστήσει αποστήσεται αποστήση αποστησόμεθα απόστησον αποστησονται αποστήσονταί ἀποστήσονταί αποστήσω αποστητε αποστήτε απόστητε ἀπόστητε Αποστητω αποστήτω Ἀποστήτω αποστώμεν αφέστακα αφέστηκας αφέστηκε αφέστηκεν αφεστηκός αφεστηκότα αφεστηκότας αφεστηκότες αφέστησε αφιστανται αφίστανται ἀφίστανται αφίστασο αφιστατο αφίστατο ἀφίστατο apeste apestē apéste apéstē apestesan apestēsan apéstesan apéstēsan apestesen apestēsen apéstesen apéstēsen aphistantai aphístantai aphistato aphístato apostanta apostánta apostas apostàs aposte apostē apostêi apostē̂i apostenai apostênai apostēnai apostē̂nai apostesontai apostēsontai apostḗsontaí apostete apostēte apóstete apóstēte Aposteto Apostētō Apostḗto Apostḗtō
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
867
Top of Page
Top of Page