853. aphanizó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from aphanés
Definition
to make unseen, i.e. destroy
NASB Word Usage
destroy (1), destroys (1), neglect (1), perish (1), vanishes away (1).

Forms and Transliterations
αφανιεί αφανιείς αφανιείτε αφανιζει αφανίζει ἀφανίζει αφανίζεται αφανιζομενη αφανιζομένη ἀφανιζομένη αφανίζοντας αφανίζουσι αφανιζουσιν ἀφανίζουσιν αφανίσαι αφανίσαί αφανίσατε αφανίση αφανισθή αφανισθής αφανισθήσεται αφανισθήσονται αφανισθητε αφανίσθητε ἀφανίσθητε αφανισθώσι αφάνισον αφανίσω αφανίσωμεν αφανιώ ηφάνισε ηφάνισεν ηφανίσθη ηφανίσθησαν ηφανισμέναι ηφανισμένας ηφανισμένη ηφανισμένην ηφανισμένοι ηφανισμένοις ηφανισμένον ηφανισμένων aphanisthete aphanisthēte aphanísthete aphanísthēte aphanizei aphanízei aphanizomene aphanizomenē aphanizoméne aphanizoménē aphanizousin aphanízousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
852
Top of Page
Top of Page