NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom aphanés Definition to make unseen, i.e. destroy NASB Word Usage destroy (1), destroys (1), neglect (1), perish (1), vanishes away (1). Forms and Transliterations αφανιεί αφανιείς αφανιείτε αφανιζει αφανίζει ἀφανίζει αφανίζεται αφανιζομενη αφανιζομένη ἀφανιζομένη αφανίζοντας αφανίζουσι αφανιζουσιν ἀφανίζουσιν αφανίσαι αφανίσαί αφανίσατε αφανίση αφανισθή αφανισθής αφανισθήσεται αφανισθήσονται αφανισθητε αφανίσθητε ἀφανίσθητε αφανισθώσι αφάνισον αφανίσω αφανίσωμεν αφανιώ ηφάνισε ηφάνισεν ηφανίσθη ηφανίσθησαν ηφανισμέναι ηφανισμένας ηφανισμένη ηφανισμένην ηφανισμένοι ηφανισμένοις ηφανισμένον ηφανισμένων aphanisthete aphanisthēte aphanísthete aphanísthēte aphanizei aphanízei aphanizomene aphanizomenē aphanizoméne aphanizoménē aphanizousin aphanízousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |