NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom agrupneó Definition sleeplessness, watching NASB Word Usage sleepless nights (1), sleeplessness (1). Forms and Transliterations άγξαις αγρυπνιαις αγρυπνίαις ἀγρυπνίαις άγρωστιν άγρωστις αγχιστέα αγχιστεία αγχιστείαν αγχίστευε αγχιστεύεις αγχιστευέτω αγχιστεύοντι αγχιστεύοντος αγχιστευόντων αγχιστεύουσα αγχιστεύς αγχιστεύσαι αγχιστεύσαί αγχιστεύση αγχίστευσον αγχιστεύσω αγχιστεύσωσιν αγχιστεύων agrupniais agrypniais agrypníaisLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |