70. agrupnia
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from agrupneó
Definition
sleeplessness, watching
NASB Word Usage
sleepless nights (1), sleeplessness (1).

Forms and Transliterations
άγξαις αγρυπνιαις αγρυπνίαις ἀγρυπνίαις άγρωστιν άγρωστις αγχιστέα αγχιστεία αγχιστείαν αγχίστευε αγχιστεύεις αγχιστευέτω αγχιστεύοντι αγχιστεύοντος αγχιστευόντων αγχιστεύουσα αγχιστεύς αγχιστεύσαι αγχιστεύσαί αγχιστεύση αγχίστευσον αγχιστεύσω αγχιστεύσωσιν αγχιστεύων agrupniais agrypniais agrypníais
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
69
Top of Page
Top of Page