NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom pheró Definition to bear constantly, to wear NASB Word Usage bear (2), borne (1), wear (1), wearing (2). Forms and Transliterations εφορεσαμεν εφορέσαμεν ἐφορέσαμεν φορει φορεί φορεῖ φορέσει φορεσόμεν φορέσομεν φορεσωμεν φορέσωμεν φορθομμιν φορολογητοί φορολόγος φορολόγου φορολόγω φορουντα φορούντα φοροῦντα φορουντες φορούντες φοροῦντες φορων φορών φορῶν ephoresamen ephorésamen phorei phoreî phoresomen phorésomen phoron phorôn phorōn phorō̂n phorounta phoroûnta phorountes phoroûntesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |