NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom huphainó; a prim. verb (to weave) Definition woven NASB Word Usage woven (1). Forms and Transliterations υπέστη υπέστησαν υποστή υποστήναι υποστήσεται υποστήσομαι υποστώσιν υφαντά υφαντόν υφαντος υφαντός ὑφαντὸς ύφασμα υφάσματι υφάσματος υφίστασο υφίσταται υφίστατο υψηλοκάρδιος hyphantos hyphantòs uphantosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |