NAS Exhaustive Concordance 5244aWord Origin from huper and phainó Definition showing oneself above others NASB Word Usage arrogant (2), proud (3). 5244b Forms and Transliterations υπερεκράτησε υπερήφανε υπερηφανοι υπερήφανοι ὑπερήφανοι υπερηφανοις υπερηφάνοις ὑπερηφάνοις υπερήφανον υπερήφανος υπερηφανους υπερηφάνους ὑπερηφάνους υπερηφάνω υπερηφάνων υπέρθυρον υπερισχύεις υπερίσχυσε υπερισχύσει υπερίσχυσεν υπέρκεισαι υπερμεγέθης υπερμήκεις hyperephanoi hyperēphanoi hyperḗphanoi hyperephanois hyperephánois hyperēphanois hyperēphánois hyperephanous hyperephánous hyperēphanous hyperēphánous uperephanoi uperēphanoi uperephanois uperēphanois uperephanous uperēphanousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |