NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom a root tak- Definition to melt (down), to melt away NASB Word Usage melt (1). Forms and Transliterations ετάκη ετάκην ετάκησαν ετήκετο τακείς τακείσα τακή τακήσεται τακήσονται τήκει τηκεται τήκεται τηκόμεθα τηκομένη τηκομένην τηκόμενοι τηκόμενος τήκω τηλαυγές τηλαύγημα τηλαυγής τηλαυγήσεως τήξει teketai tēketai tḗketaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |