NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom a prim. root tag- Definition to draw up in order, arrange NASB Word Usage appointed (2), designated (1), determined (1), devoted (1), established (1), set (1). Forms and Transliterations έταξα εταξαν έταξαν ἔταξαν έταξας ετάξατε εταξατο ετάξατο ἐτάξατο έταξε έταξεν τάξαι Ταξαμενοι Ταξάμενοι τάξαντα τάξατε τάξει τάξεις τάξη τάξομαι τάξον τάξουσι τάξω τασσομενος τασσόμενος τεταγμεναι τεταγμέναι τεταγμενοι τεταγμένοι τεταγμένους τετακται τέτακται τέτακταί τέταχα τέταχας etaxan étaxan etaxato etáxato tassomenos tassómenos Taxamenoi Taxámenoi tetagmenai tetagménai tetagmenoi tetagménoi tetaktai tétaktaíLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |