NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom a prim. root tarach- Definition to stir up, to trouble NASB Word Usage disturbed (1), disturbing (2), stirred (3), stirring (1), terrified (2), troubled (9). Forms and Transliterations εταραξαν ετάραξαν ἐτάραξαν ετάραξε εταραξεν ετάραξεν ἐτάραξεν ετάρασσε εταρασσεν ἐτάρασσεν ετάρασσες εταράσσετε εταράσσετο εταραχθη εταράχθη ἐταράχθη εταράχθημεν εταράχθην εταραχθησαν εταράχθησαν ἐταράχθησαν ταράξαι ταράξας ταράξει ταράξεις ταράξη ταράξουσιν ταράσσει ταράσσεσθαι ταρασσεσθω ταρασσέσθω ταράσσεται ταρασσέτωσάν ταρασσομένους ταράσσοντας ταρασσοντες ταράσσοντες ταράσσουσα ταρασσων ταράσσων ταραχθείη ταραχθείησαν ταραχθη ταραχθή ταραχθῇ ταραχθήναι ταραχθήσεσθε ταραχθήσεται ταραχθήσονται ταραχθητε ταραχθήτε ταραχθῆτε ταραχθήτωσαν τεταραγμένη τεταραγμενοι τεταραγμένοι τεταραγμένον τεταραγμένος τεταρακται τεταράκται τετάρακται τετραγμέναι etarachthe etarachthē etaráchthe etaráchthē etarachthesan etarachthēsan etaráchthesan etaráchthēsan etarassen etárassen etaraxan etáraxan etaraxen etáraxen tarachthe tarachthē tarachthêi tarachthē̂i tarachthete tarachthête tarachthēte tarachthē̂te tarassestho tarassesthō tarasséstho tarassésthō tarasson tarassōn tarásson tarássōn tarassontes tarássontes tetaragmenoi tetaragménoi tetaraktai tetáraktaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |