NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom anti and piptó Definition to fall against, strive against NASB Word Usage resisting (1). Forms and Transliterations αντιπίπτειν αντιπιπτετε αντιπίπτετε ἀντιπίπτετε αντιπίπτοντας αντιπίπτοντες αντιπίπτουσαι αντιποιηθήσεται αντιποιήσεται αντιπολεμούντές αντιπρόσωπα αντιπρόσωποι αντιπρόσωπον αντίρρησις αντιστήριγμά αντιστηρίζει αντιστηριζόμενοι αντιστηρίσασθε antipiptete antipípteteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |