496. antipiptó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from anti and piptó
Definition
to fall against, strive against
NASB Word Usage
resisting (1).

Forms and Transliterations
αντιπίπτειν αντιπιπτετε αντιπίπτετε ἀντιπίπτετε αντιπίπτοντας αντιπίπτοντες αντιπίπτουσαι αντιποιηθήσεται αντιποιήσεται αντιπολεμούντές αντιπρόσωπα αντιπρόσωποι αντιπρόσωπον αντίρρησις αντιστήριγμά αντιστηρίζει αντιστηριζόμενοι αντιστηρίσασθε antipiptete antipíptete
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
495
Top of Page
Top of Page