NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sunechó Definition a holding together, fig. distress NASB Word Usage anguish (1), dismay (1). Forms and Transliterations συνετάραξάν συνετάραξας συνετάραξε συνετάραξεν συνετάρασσον συνετάρασσόν συνεταράσσοντο συνεταράχθη συνεταράχθησαν συνοχάς συνοχη συνοχή συνοχὴ συνοχήν συνοχης συνοχής συνοχῆς συνταγή σύνταγμα συνταγών συντάξεις συντάξεως σύνταξιν σύνταξις συνταράξει συνταράξεις συνταράσσει συνταράσσεις συνταράσσων sunoche sunochē sunoches sunochēs synoche synochē synochḕ synoches synochês synochēs synochē̂sLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |