NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and echó Definition to hold together, to hold fast, pass. to be seized (by illness) NASB Word Usage afflicted (1), controls (1), covered (1), crowding (1), devoting...completely (1), distressed (1), gripped (1), hard-pressed (1), hem (1), holding...in custody (1), suffering (2). Forms and Transliterations συνειχετο συνείχετο συνειχοντο συνείχοντο συνέξει συνέξουσι συνέξουσί συνεξουσιν συνέξουσίν συνέσχε συνεσχέθη συνεσχον συνέσχον συνεχει συνέχει συνέχειν συνεχομαι συνέχομαι συνεχόμενα συνεχόμεναι συνεχομενη συνεχομένη συνεχομενον συνεχόμενον συνεχόμενος συνεχομένου συνεχομενους συνεχομένους συνέχονται συνεχοντες συνέχοντες συνέχου συνέχουσα συνεχούσας συνέχουσί συνεχουσιν συνέχουσίν συνέχων συσχεθή συσχεθήναι συσχεθήσονται συσχείν συσχέτω συσχή συσχώ sunechei sunechomai sunechomene sunechomenē sunechomenon sunechomenous sunechontes sunechousin suneicheto suneichonto suneschon sunexousin synechei synéchei synechomai synéchomai synechomene synechomenē synechoméne synechoménē synechomenon synechómenon synechomenous synechoménous synechontes synéchontes synechousin synéchousín syneicheto syneícheto syneichonto syneíchonto syneschon synéschon synexousin synéxousínLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |