NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and poreuomai Definition to journey together, hence to come together NASB Word Usage gathered (1), going along (2), traveling (1). Forms and Transliterations συμπεπορπημένους συμπορεύεσθαι συμπορεύεται συμπορευθέντων συμπορεύθητι συμπορευθήτω συμπορευόμενοι συμπορευόμενος συμπορεύομενος συμπορευομένου συμπορευομένους συμπορευομένω συμπορεύονται συμπορεύση συνεπορευετο συνεπορεύετο συνεπορεύθησαν συνεπορευοντο συνεπορεύοντο συνπορευονται συνπορεύονται sumporeuontai suneporeueto suneporeuonto symporeuontai symporeúontai syneporeueto syneporeúeto syneporeuonto syneporeúontoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |