4846. sumpnigó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from sun and pnigó
Definition
to choke
NASB Word Usage
choke (2), choked (2), pressing against (1).

Forms and Transliterations
συμπνίγει συμπνίγονται συμπνίγουσι συμπνίγουσιν συμποδιούσιν συμποδίσας συμποδισθήσεται συνεπνιγον συνέπνιγον συνεπνιξαν συνέπνιξαν συνεπόδισα συνεπόδισας συνεπόδισεν συνεποδίσθησαν συνεπολέμει συνεπολέμησε συνπνιγει συνπνίγει συνπνιγονται συνπνίγονται συνπνιγουσιν συνπνίγουσιν sumpnigei sumpnigontai sumpnigousin sunepnigon sunepnixan sympnigei sympnígei sympnigontai sympnígontai sympnigousin sympnígousin synepnigon synépnigon synepnixan synépnixan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4845
Top of Page
Top of Page