NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and pnigó Definition to choke NASB Word Usage choke (2), choked (2), pressing against (1). Forms and Transliterations συμπνίγει συμπνίγονται συμπνίγουσι συμπνίγουσιν συμποδιούσιν συμποδίσας συμποδισθήσεται συνεπνιγον συνέπνιγον συνεπνιξαν συνέπνιξαν συνεπόδισα συνεπόδισας συνεπόδισεν συνεποδίσθησαν συνεπολέμει συνεπολέμησε συνπνιγει συνπνίγει συνπνιγονται συνπνίγονται συνπνιγουσιν συνπνίγουσιν sumpnigei sumpnigontai sumpnigousin sunepnigon sunepnixan sympnigei sympnígei sympnigontai sympnígontai sympnigousin sympnígousin synepnigon synépnigon synepnixan synépnixanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |