4822. sumbibazó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from sun and the caus. form of the same as basis
Definition
to join together, hence to consider, by ext. to teach
NASB Word Usage
concluded (1), concluding (1), held (1), held together (1), instruct (1), knit together (1), proving (1), together* (1).

Forms and Transliterations
συμβιβάζειν συμβιβαζόμενον συμβιβάζοντες συμβιβάζω συμβιβάζων συμβιβάσαι συμβιβάσει συμβιβάσεις συμβιβασθέντες συμβιβασθέντων συμβιβάσω συμβιβώ σύμβλημα σύμβλησιν συμβοηθοί συμβολαίς συμβολάς συμβολή συμβολήν συμβόλοις συμβολοκοπών συμβοσκηθήσεται συνβιβαζομενον συνβιβαζόμενον συνβιβαζοντες συνβιβάζοντες συνβιβαζων συνβιβάζων συνβιβασει συνβιβάσει συνβιβασθεντες συνβιβασθέντες συνεβιβασαν συνεβίβασαν συνεβίβασεν sumbibasei sumbibasthentes sumbibazomenon sumbibazon sumbibazōn sumbibazontes sunebibasan symbibasei symbibásei symbibasthentes symbibasthéntes symbibazomenon symbibazómenon symbibazon symbibazōn symbibázon symbibázōn symbibazontes symbibázontes synebibasan synebíbasan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4821
Top of Page
Top of Page