NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and kaluptó Definition to cover completely NASB Word Usage covered (1). Forms and Transliterations συγκαλύπτει συγκαλύπτον συγκαλύψαι συγκαλύψει συγκαλύψεις συγκαλύψομαι συγκεκαλυμμενον συγκεκαλυμμένον συνεκάλυπτε συνεκάλυψα συνεκάλυψαν συνεκαλύψατο συνεκάλυψε συνεκάλυψεν sunkekalummenon synkekalymmenon synkekalymménonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |