NAS Exhaustive Concordance Word Origindim. of strouthos (a sparrow) Definition a sparrow NASB Word Usage sparrows (4). Forms and Transliterations στρουθια στρουθία στρουθίον στρουθίου στρουθιων στρουθίων στρουθοί στρούθον στρουθών στροφάς στροφείς στρόφιγγος στροφωτοίς στρώμα στρωμναί στρωμναίς στρωμνή στρωμνήν στρωμνής strouthia strouthía strouthion strouthiōn strouthíon strouthíōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |