4739. stékó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from the perf. tense of histémi
Definition
to stand, spec. stand firm
NASB Word Usage
stand (2), stand firm (4), standing (1), standing firm (2), stands (2).

Forms and Transliterations
εστηκεν ἔστηκεν ἕστηκεν εστηλώθη εστηλωμένοι εστηλωμένος εστηλωμένους εστήλωσαν εστήλωσέ στηκει στήκει στηκετε στήκετε στήκητε στηκοντες στήκοντες στήλαι στήλας στήλη στήλην στηλογραφία στηλογραφίαν στήλωμα στήλων στήλωσον στήμονα στήμονι στήμονος στήμων στήριγμα στηρίγματος στηριγμάτων esteken estēken ésteken éstēken hesteken hestēken hésteken héstēken stekei stēkei stḗkei stekete stēkete stḗkete stekontes stēkontes stḗkontes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4738
Top of Page
Top of Page