NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom pros and tassó Definition to place at, give a command NASB Word Usage appointed (1), commanded (5), ordered (1). Forms and Transliterations προσετάγη προσέταξα προσέταξε προσέταξέ προσεταξεν προσέταξεν προστάξαι προσταξάτω προστάξει πρόσταξον προστάσσεις προστάσσοντα προστάται προστάτας προστάτης προστατών προσταχθέντα προστεταγμενα προστεταγμένα προστεταγμενους προστεταγμένους prosetaxen prosétaxen prostetagmena prostetagména prostetagmenous prostetagménousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |