NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom anti and histémi Definition to set against, i.e. withstand NASB Word Usage cope (1), oppose (1), has opposed (1), opposed (4), opposing (1), resist (5), resists (2). Forms and Transliterations ανθέστηκε ανθεστηκεν ανθέστηκεν ἀνθέστηκεν ανθεστηκότα ανθεστηκότας ανθεστηκοτες ανθεστηκότες ἀνθεστηκότες ανθεστηκότων ανθιστανται ανθίστανται ἀνθίστανται ανθιστατο ανθίστατο ἀνθίστατο αντεστη αντέστη ἀντέστη αντεστην ἀντέστην αντέστης αντεστησαν αντέστησαν αντέστησάν ἀντέστησαν αντιστηναι αντιστήναι ἀντιστῆναι αντιστήσεται αντιστήσεταί αντιστητε αντίστητε ἀντίστητε αντιστήτω anteste antestē antéste antéstē antesten antestēn antésten antéstēn antestesan antestēsan antéstesan antéstēsan anthesteken anthestēken anthésteken anthéstēken anthestekotes anthestekótes anthestēkotes anthestēkótes anthistantai anthístantai anthistato anthístato antistenai antistênai antistēnai antistē̂nai antistete antistēte antístete antístēteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |