NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom pro and poreuomai Definition to make to go before, to cause to go before NASB Word Usage go (1), go before (1). Forms and Transliterations προεπορεύετο προεπορεύοντο προπορεύεσθε προπορεύεται προπορευόμενά προπορευομένη προπορευομένοις προπορευόμενος προπορεύομενος προπορευομένων προπορεύονται προπορεύου προπορεύσεται προπορευση προπορεύση προπορεύσῃ προπορεύσομαί προπορευσονται προπορεύσονται πρόπυλα proporeuse proporeusē proporeúsei proporeúsēi proporeusontai proporeúsontaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |