NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom peri and the same as tomos Definition to cut around, circumcise NASB Word Usage circumcise (4), circumcised (10), circumcision (1), receive circumcision (1), receives circumcision (1). Forms and Transliterations περιέτεμε περιετεμεν περιέτεμεν περιετέμετο περιετέμοντο περιέτεμοντο περιετμήθη περιετμηθητε περιετμήθητε περίτεμε περιτεμεί περιτεμειν περιτεμείν περιτεμεῖν περιτεμείς περιτεμείσθε περιτέμεσθε περιτεμνειν περιτέμνειν περιτεμνεσθαι περιτέμνεσθαι περιτεμνεσθω περιτεμνέσθω περιτεμνετε περιτέμνετε περιτεμνησθε περιτέμνησθε περιτεμνομενοι περιτεμνομένοι περιτεμνόμενοι περιτεμνομενω περιτεμνομένω περιτεμνομένῳ περιτετμημένοι περιτετμημενος περιτετμημένος περιτετμημένους περιτέτμηνται περιτμηθέντες περιτμηθηναι περιτμηθήναι περιτμηθῆναι περιτμηθήσεσθε περιτμηθήσεται περιτμηθητε περιτμηθῆτε περιτμήθητε perietemen periétemen perietmethete perietmēthēte perietmḗthete perietmḗthēte peritemein peritemeîn peritemnein peritémnein peritemnesthai peritémnesthai peritemnesthe peritemnēsthe peritémnesthe peritémnēsthe peritemnestho peritemnesthō peritemnéstho peritemnésthō peritemnete peritémnete peritemnomeno peritemnomenō peritemnomenoi peritemnoménoi peritemnoménōi peritemnómenoi peritetmemenos peritetmeménos peritetmēmenos peritetmēménos peritmethenai peritmethênai peritmēthēnai peritmēthē̂nai peritmethete peritmethête peritmēthēte peritmēthē̂teLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |