4033. perikukloó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from peri and kukloó
Definition
to encircle
NASB Word Usage
surround (1).

Forms and Transliterations
περιειληφυία περιεκύκλου περιεκύκλωσαν περιεκύκλωσάν περιεκύκλωσε περιέλαβε περιέλαβεν περιελάβοντο περικεκυκλωμένα περικεκυκλωμένας περικυκλούντες περικύκλω περικυκλωθήσεται περικυκλώσουσί περικυκλωσουσιν περικυκλώσουσιν περικυκλώσουσίν περιλαβείν περιλάβετε περιλαβών περιληφθήσονται περιλήψεταί perikuklosousin perikuklōsousin perikyklosousin perikyklōsousin perikyklṓsousín
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4032
Top of Page
Top of Page