NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom peri and balló Definition to throw around, put on NASB Word Usage clothe (4), clothed (13), dressed (1), wear for clothing (1), wearing (2), wrap...around (1). Forms and Transliterations περίβαλε περιβαλεί περιβαλείν περιβαλείς περιβαλειται περιβαλείται περιβαλεῖται περιβαλέσθαι περιβαλέσθω περιβαλέσθωσαν περιβάλετο περιβαλη περιβάλη περιβάλῃ περιβαληται περιβάληται περιβαλλεί περιβάλλεσθε περιβαλλέσθωσαν περιβάλλεται περιβαλλομένη περιβάλλοντι περιβάλλουσιν Περιβαλου περιβαλού Περιβαλοῦ περιβαλούμεθα περιβαλούσιν περιβαλώ περιβαλωμεθα περιβαλώμεθα περιβαλων περιβαλών περιβαλὼν περιβάλωνται περιβεβλημενη περιβεβλημένη περιβεβλημενοι περιβεβλημένοι περιβεβλημενον περιβεβλημένον περιβεβλημενος περιβεβλημένος περιβεβλημενους περιβεβλημένους περίβλεπτος περιέβαλεν περιέβαλες περιεβάλεσθε περιεβαλετε περιεβάλετέ περιεβαλετο περιεβάλετο περιέβαλετο περιέβαλλον περιεβάλλοντο περιεβαλομεν περιεβάλομεν περιεβαλον περιέβαλον περιέβαλόν περιεβάλοντο peribale peribalē peribálei peribálēi peribaleitai peribaleîtai peribaletai peribalētai peribáletai peribálētai peribalometha peribalōmetha peribalṓmetha peribalon peribalōn peribalṑn Peribalou Peribaloû peribeblemene peribebleméne peribeblēmenē peribeblēménē peribeblemenoi peribebleménoi peribeblēmenoi peribeblēménoi peribeblemenon peribebleménon peribeblēmenon peribeblēménon peribeblemenos peribebleménos peribeblēmenos peribeblēménos peribeblemenous peribebleménous peribeblēmenous peribeblēménous periebalete periebáleté periebaleto periebáleto periebalomen periebálomen periebalon periébalonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |