NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom peri and haireó Definition to take away (that which surrounds) NASB Word Usage abandoned (1), casting off (1), take away (1), taken away (1). Forms and Transliterations περιαιρεθήσεται περιαιρεθήσονται περιαιρειται περιαιρείται περιαιρεῖται περιείλαντο περιείλατο περιείλε περιείλεν περιείλετο περιείλον περίελε περιελεί περιελειν περιελείν περιελεῖν περιελείς περιέλεσθε περιελέτω περιέλη περιέλης περιελομένη περιελόμενος περιελοντες περιελόντες περιελού περιελώ περιελών περιηργυρωμένα περιηργυρωμέναι περιηργυρωμένοι περιηρειτο περιηρείτο περιῃρεῖτο periaireitai periaireîtai perieireîto periēireîto perielein perieleîn perielontes perielóntes periereito periēreitoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |