NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom peirazó Definition an experiment, a trial, temptation NASB Word Usage temptation (12), testing (2), trial (3), trials (4). Forms and Transliterations πειρασμοις πειρασμοίς πειρασμοῖς πειρασμον πειρασμόν πειρασμὸν πειρασμος πειρασμός πειρασμὸς πειρασμου πειρασμού πειρασμοῦ πειρασμόυ πειρασμούς πειρασμω πειρασμώ πειρασμῷ πειρασμων πειρασμών πειρασμῶν πειραταίς πειρατεύσει πειρατήρια πειρατήριον πειρατήριόν πειρατηρίου πειράτου πειρατών peirasmo peirasmō peirasmôi peirasmō̂i peirasmois peirasmoîs peirasmon peirasmón peirasmòn peirasmôn peirasmōn peirasmō̂n peirasmos peirasmòs peirasmou peirasmoûLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |