NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom para and oxunó (to sharpen) Definition to sharpen, fig. to stimulate, to provoke NASB Word Usage provoked (2). Forms and Transliterations παροξύναι παροξύναντες παροξύναντές παρόξυνε παροξυνεί παροξύνει παροξυνεται παροξύνεται παροξυνθείς παροξυνθής παροξύνουσα παροξυνούσί παροξυνώ παροξύνων παρωξύναμεν παρώξυναν παρώξυνάν παρώξυνας παρωξύνατε παρωξύνατέ παρώξυνε παρώξυνεν παρωξυνετο παρωξύνετο παρωξύνθη παρωξύνθην paroxunetai paroxuneto parōxuneto paroxynetai paroxýnetai paroxyneto paroxýneto parōxyneto parōxýnetoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |