3939. paroikeó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from para and oikeó
Definition
to dwell near, i.e. reside as a foreigner
NASB Word Usage
lived as an alien (1), visiting (1).

Forms and Transliterations
παροικεί παροίκει παροικείν παροικεις παροικείς παροικεῖς παροικήσαι παροικήσει παροικήσεως παροικήσεώς παροικήσης παροικήσουσι παροικήσουσί παροικήσουσιν παροικήσω παροικούντα παροικούντας παροικούντες παροικούντων παροικούσιν παροικώ παροικών παρώκει παρωκήκασιν παρώκησα παρωκήσαμεν παρώκησαν παρώκησας παρωκήσατε παρώκησε παρωκησεν παρώκησεν παρῴκησεν paroikeis paroikeîs parṓikesen parṓikēsen parokesen parōkēsen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3938
Top of Page
Top of Page