NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom para and oikeó Definition to dwell near, i.e. reside as a foreigner NASB Word Usage lived as an alien (1), visiting (1). Forms and Transliterations παροικεί παροίκει παροικείν παροικεις παροικείς παροικεῖς παροικήσαι παροικήσει παροικήσεως παροικήσεώς παροικήσης παροικήσουσι παροικήσουσί παροικήσουσιν παροικήσω παροικούντα παροικούντας παροικούντες παροικούντων παροικούσιν παροικώ παροικών παρώκει παρωκήκασιν παρώκησα παρωκήσαμεν παρώκησαν παρώκησας παρωκήσατε παρώκησε παρωκησεν παρώκησεν παρῴκησεν paroikeis paroikeîs parṓikesen parṓikēsen parokesen parōkēsenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |