NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ana and strephó Definition to overturn, turn back NASB Word Usage conduct (3), conducted (1), live (1), lived (1), return (1), returned (1), treated (1). Forms and Transliterations αναστραφητε αναστράφητε ἀναστράφητε ανάστρεφε αναστρέφει αναστρεφεσθαι αναστρέφεσθαι ἀναστρέφεσθαι αναστρέφεται αναστρεφέτω αναστρεφέτωσαν αναστρέφομαι αναστρεφόμενοι αναστρεφόμενον αναστρεφόμενος αναστρεφομενους αναστρεφομένους ἀναστρεφομένους αναστρεφομενων αναστρεφομένων ἀναστρεφομένων αναστρέφοντος αναστρεψαντες αναστρέψαντες ἀναστρέψαντες αναστρέψας αναστρέψατε αναστρέψει αναστρέψεις αναστρέψης αναστρέψομεν ανάστρεψον αναστρέψουσιν αναστρεψω αναστρέψω ἀναστρέψω αναστρέψωμεν ανέστραπτεν ανεστραφημεν ανεστράφημεν ανεστράφημέν ἀνεστράφημεν ἀνεστράφημέν ανεστρέφετο ανέστρεφον ανεστρέφοντο ανέστρεψαν ανέστρεψε ανέστρεψεν anastraphete anastraphēte anastráphete anastráphēte anastrephesthai anastréphesthai anastrephomenon anastrephomenōn anastrephoménon anastrephoménōn anastrephomenous anastrephoménous anastrepsantes anastrépsantes anastrepso anastrepsō anastrépso anastrépsō anestraphemen anestraphēmen anestráphemen anestráphemén anestráphēmen anestráphēménLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |