NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ana and mimnéskó Definition to remind, call to one's remembrance NASB Word Usage remember (1), remembered (1), remembers (1), remind (2), reminded (1). Forms and Transliterations αναμιμ΄νησκων Αναμιμνησκεσθε αναμιμνήσκεσθε Ἀναμιμνήσκεσθε ἀναμιμνῄσκεσθε αναμιμνήσκησεται αναμιμνησκομενου αναμιμνησκομένου ἀναμιμνησκομένου ἀναμιμνῃσκομένου αναμιμνήσκουσα αναμιμνήσκουσαν αναμιμνησκω αναμιμνήσκω ἀναμιμνήσκω ἀναμιμνῄσκω αναμιμνήσκων αναμνήσαι αναμνήσατε αναμνησει ἀναμνήσει αναμνήσεσθε αναμνησθείη αναμνησθεις αναμνησθείς ἀναμνησθεὶς αναμνησθήσεσθε αναμνησθώσιν ανεμνήσατε ανεμνησθη ανεμνήσθη ἀνεμνήσθη Anamimneskesthe Anamimnēskesthe Anamimnḗskesthe anamimnesko anamimnēskō anamimnḗsko anamimnḗskō anamimneskomenou anamimneskoménou anamimnēskomenou anamimnēskoménou anamnesei anamnēsei anamnḗsei anamnestheis anamnestheìs anamnēstheis anamnēstheìs anemnesthe anemnēsthē anemnḗsthe anemnḗsthēLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |