NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom xéros Definition to dry up, waste away NASB Word Usage dried (2), dries (1), ripe (1), stiffens (1), wither (1), withered (4), withered away (3), withers (2). Forms and Transliterations εξηραμμενην εξηραμμένην ἐξηραμμένην εξήρανας εξήρανε εξηρανεν ἐξήρανεν εξηρανθη εξηράνθη εξήρανθη ἐξηράνθη εξηράνθην εξηράνθησαν εξήρανθησαν εξηράνθσαν εξηρανται εξήρανται ἐξήρανται ξηραινεται ξηραίνεται ξηραινόμενος ξηραίνων ξηρανεί ξηρανθείη ξηρανθήναι ξηρανθήσεται ξηρανθήσονται ξηρανώ ξηρασία ξηρασίας exerammenen exeramménen exērammenēn exēramménēn exeranen exēranen exḗranen exerantai exērantai exḗrantai exeranthe exeránthe exēranthē exēránthē xerainetai xeraínetai xērainetai xēraínetaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |