3560. noutheteó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from nous and tithémi
Definition
to admonish, exhort
NASB Word Usage
admonish (5), admonishing (2), give...instruction (1).

Forms and Transliterations
ενουθέτει ενουθέτησας νενουθέτησαι νουθετειν νουθετείν νουθετεῖν νουθετειτε νουθετείτε νουθετεῖτε νουθέτημα νουθέτησιν νουθετού νουθετούμενοι νουθετούμενος νουθετουντας νουθετούντας νουθετοῦντας νουθετουντες νουθετούντες νουθετοῦντες νουθετούσι νουθετώ νουθετων νουθετών νουθετῶν nouthetein noutheteîn noutheteite noutheteîte noutheton nouthetôn nouthetōn nouthetō̂n nouthetountas nouthetoûntas nouthetountes nouthetoûntes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3559
Top of Page
Top of Page