NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ana and haliskó (to conquer) Definition to expend, consume NASB Word Usage consume (1), consumed (1). Forms and Transliterations αναλίσκει αναλίσκειν αναλίσκον αναλωθή αναλωθήσεται αναλωθήσονται αναλωθητε αναλωθήτε ἀναλωθῆτε αναλωσαι αναλώσαι ἀναλῶσαι αναλώσει αναλώση ανηλωμέναις ανήλωσε ανήλωσεν ανήλωται analosai analôsai analōsai analō̂sai analothete analothête analōthēte analōthē̂teLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |