353. analambanó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ana and lambanó
Definition
to take up, raise
NASB Word Usage
pick (1), received (1), take (1), take...on board (1), taken (5), taking (1), took (2), took...on board (1).

Forms and Transliterations
ανάλαβε αναλαβείν αναλαβετε αναλάβετε ἀναλάβετε αναλαβέτω αναλάβοι αναλάβοιμι αναλαβοντες αναλαβόντες ἀναλαβόντες αναλαβούσα αναλάβωμεν αναλαβων αναλαβών ἀναλαβὼν αναλαμβανειν αναλαμβάνειν ἀναλαμβάνειν αναλαμβάνεις αναλαμβανόμενον αναλαμβάνων αναλάμψει αναλάμψη ανάλγητος ανάλημμα αναλημφθεις ἀναλημφθεὶς αναληφθείς αναληφθήναί αναληφθήση αναλήψεται αναλήψομαι ανέλαβε ανέλαβέ άνελαβε ανέλαβεν ανελαβετε ανελάβετε ἀνελάβετε ανελαβον ανέλαβον ανελέξαντο ανέλεξε ανελημφθη ἀνελήμφθη ανελήφθη ανελήφθην analabete analábete analabon analabōn analabṑn analabontes analabóntes analambanein analambánein analemphtheis analemphtheìs analēmphtheis analēmphtheìs anelabete anelábete anelemphthe anelēmphthē anelḗmphthe anelḗmphthē
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
352
Top of Page
Top of Page