NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ana and agó Definition to lead up, bring up NASB Word Usage bring (2), brought (5), launched (1), led (2), put out to sea (4), putting out to sea (1), set sail (7), setting sail (1). Forms and Transliterations ανάγαγε ανάγαγέ αναγαγειν αναγαγείν αναγάγειν ἀναγαγεῖν αναγάγετε αναγάγης αναγαγόντες αναγαγόντι αναγάγω αναγαγων αναγαγών ἀναγαγών ἀναγαγὼν ανάγει αναγεσθαι ανάγεσθαι ἀνάγεσθαι αναγομενοις αναγομένοις ἀναγομένοις ανάγον ανάγοντες αναγόντων ανάγουσα ανάγουσι ανάγω ανάγων ανάξει ανάξω Αναχθεντες αναχθέντες Ἀναχθέντες αναχθηναι αναχθήναι ἀναχθῆναι ανήγαγε ανήγαγέ ανήγαγεν ανήγαγες ανήγαγές ανηγάγετε ανηγαγον ανήγαγον ανήγαγόν ἀνήγαγον ανήγγειλαν ανηχθη ανήχθη ἀνήχθη ανηχθημεν ανήχθημεν ἀνήχθημεν ανηχθησαν ανήχθησαν ἀνήχθησαν anachthenai anachthênai anachthēnai anachthē̂nai Anachthentes Anachthéntes anagagein anagageîn anagagon anagagōn anagagṓn anagagṑn anagesthai anágesthai anagomenois anagoménois anechthe anēchthē anḗchthe anḗchthē anechthemen anēchthēmen anḗchthemen anḗchthēmen anechthesan anēchthēsan anḗchthesan anḗchthēsan anegagon anēgagon anḗgagonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |