NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom meleté (care) Definition to care for, practice, study NASB Word Usage devise (1), take pains (1). Forms and Transliterations εμελέτα εμελέτησα εμελετήσαμεν εμελετησαν εμελέτησαν ἐμελέτησαν εμελέτων μελετα μελετά μελέτα μελετάν μελέτας μελετάτε μελέτη μελετήσει μελετήσεις μελετήσω μελετητή μελετών μελετώσι emeletesan emeletēsan emelétesan emelétēsan meleta melétaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |