NAS Exhaustive Concordance Word Origina prim. verb Definition to bathe, to wash NASB Word Usage bathed (1), washed (3), washing (1). Forms and Transliterations ελούου έλουσά ελούσαντο ελούσατο ελουσεν έλουσεν ἔλουσεν ελούσθης λελουμένοι λελουμενος λελουμένος λελουσμέναι λελουσμενοι λελουσμένοι λουομένην λούσαι λουσαμενη λουσαμένη λουσαντες λούσαντες λούσαντι λούσασθαι λούσασθε λούσεις λούσεται λούση λούσηται λούσομαι λούσονται λούσω λοφίαν λοφίας λοχευομένων λοχεύονται elousen élousen leloumenos lelouménos lelousmenoi lelousménoi lousamene lousamenē lousaméne lousaménē lousantes loúsantesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |