NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom lithos and balló Definition to pelt with stones, to stone NASB Word Usage stone (1), stoned (2), stones (2), stoning (1), went on stoning (1). Forms and Transliterations ελιθοβολησαν ελιθοβόλησαν ἐλιθοβόλησαν ελιθοβολουν ελιθοβόλουν ἐλιθοβόλουν λελιθοβόληται λιθοβολείσθαι λιθοβολείτω λιθοβοληθησεται λιθοβοληθήσεται λιθοβοληθησόμεθα λιθοβοληθήσονται λιθοβοληθήτωσαν λιθοβολησαι λιθοβολήσαι λιθοβολῆσαι λιθοβολήσαντες λιθοβολησάτωσαν λιθοβολήσετε λιθοβολήσουσί λιθοβολήσουσιν λιθοβολουσα λιθοβολούσα λιθοβολοῦσα elithobolesan elithobolēsan elithobólesan elithobólēsan elithoboloun elithobóloun lithobolesai lithobolêsai lithobolēsai lithobolē̂sai lithobolethesetai lithobolethḗsetai lithobolēthēsetai lithobolēthḗsetai lithobolousa lithoboloûsaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |