3036. lithoboleó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from lithos and balló
Definition
to pelt with stones, to stone
NASB Word Usage
stone (1), stoned (2), stones (2), stoning (1), went on stoning (1).

Forms and Transliterations
ελιθοβολησαν ελιθοβόλησαν ἐλιθοβόλησαν ελιθοβολουν ελιθοβόλουν ἐλιθοβόλουν λελιθοβόληται λιθοβολείσθαι λιθοβολείτω λιθοβοληθησεται λιθοβοληθήσεται λιθοβοληθησόμεθα λιθοβοληθήσονται λιθοβοληθήτωσαν λιθοβολησαι λιθοβολήσαι λιθοβολῆσαι λιθοβολήσαντες λιθοβολησάτωσαν λιθοβολήσετε λιθοβολήσουσί λιθοβολήσουσιν λιθοβολουσα λιθοβολούσα λιθοβολοῦσα elithobolesan elithobolēsan elithobólesan elithobólēsan elithoboloun elithobóloun lithobolesai lithobolêsai lithobolēsai lithobolē̂sai lithobolethesetai lithobolethḗsetai lithobolēthēsetai lithobolēthḗsetai lithobolousa lithoboloûsa
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3035
Top of Page
Top of Page