2936. ktizó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. verb
Definition
to build, create
NASB Word Usage
created (13), Creator (1), make (1).

Forms and Transliterations
έκτισα έκτισά εκτισας έκτισας ἔκτισας έκτισε έκτισέ εκτισεν έκτισεν ἔκτισεν εκτισθη εκτίσθη ἐκτίσθη εκτίσθης εκτισθησαν εκτίσθησαν ἐκτίσθησαν εκτισμένη εκτισται έκτισται ἔκτισται κτιζόμενος κτίζοντι κτίζων κτισαντα κτίσαντα κτισαντι κτίσαντι κτισαντος κτίσαντος κτίσαντός κτισας κτίσας κτιση κτίση κτίσῃ κτισθεντα κτισθέντα κτισθεντες κτισθέντες κτισθήσονται κτίσον ektisas éktisas ektisen éktisen ektistai éktistai ektisthe ektisthē ektísthe ektísthē ektisthesan ektisthēsan ektísthesan ektísthēsan ktisanta ktísanta ktisanti ktísanti ktisantos ktísantos ktisas ktísas ktise ktisē ktísei ktísēi ktisthenta ktisthénta ktisthentes ktisthéntes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2935
Top of Page
Top of Page