2795. kineó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. verb
Definition
to move
NASB Word Usage
move (2), moved (1), provoked (1), remove (1), stirs (1), wagging (2).

Forms and Transliterations
εκινείτο εκινηθη εκινήθη ἐκινήθη εκινηθησαν εκινήθησαν ἐκινήθησαν εκίνησαν εκίνησάν εκίνησε εκίνησεν κινείν κινείσθαι κινείται κινηθή κινηθήσεται κινηθήσονται κινηθώσιν κινησαι κινήσαι κινῆσαι κινήσατε κινησάτω κινήσει κινήσουσι κινησω κινήσω κινουμεθα κινούμεθα κινούμενα κινουμένη κινουμένης κινουμένοις κινούμενον κινουντα κινούντα κινοῦντα κινουντες κινούντες κινοῦντες ekinethe ekinēthē ekinḗthe ekinḗthē ekinethesan ekinēthēsan ekinḗthesan ekinḗthēsan kinesai kinêsai kinēsai kinē̂sai kineso kinēsō kinḗso kinḗsō kinoumetha kinoúmetha kinounta kinoûnta kinountes kinoûntes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2794
Top of Page
Top of Page