NAS Exhaustive Concordance Word Origina prim. verb Definition to move NASB Word Usage move (2), moved (1), provoked (1), remove (1), stirs (1), wagging (2). Forms and Transliterations εκινείτο εκινηθη εκινήθη ἐκινήθη εκινηθησαν εκινήθησαν ἐκινήθησαν εκίνησαν εκίνησάν εκίνησε εκίνησεν κινείν κινείσθαι κινείται κινηθή κινηθήσεται κινηθήσονται κινηθώσιν κινησαι κινήσαι κινῆσαι κινήσατε κινησάτω κινήσει κινήσουσι κινησω κινήσω κινουμεθα κινούμεθα κινούμενα κινουμένη κινουμένης κινουμένοις κινούμενον κινουντα κινούντα κινοῦντα κινουντες κινούντες κινοῦντες ekinethe ekinēthē ekinḗthe ekinḗthē ekinethesan ekinēthēsan ekinḗthesan ekinḗthēsan kinesai kinêsai kinēsai kinē̂sai kineso kinēsō kinḗso kinḗsō kinoumetha kinoúmetha kinounta kinoûnta kinountes kinoûntesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |