NAS Exhaustive Concordance Word Origina prim. verb Definition to shear NASB Word Usage cut (1), hair cut off (2), shearer (1). Forms and Transliterations εκείρατο εκείρετο κείραι κειραμενος κειράμενος κείραντος κειρασθαι κείρασθαι κειρασθω κειράσθω κείρει κείρειν κείρεσθαι κείρης κειρόμενος κείροντας κείροντες κειροντος κείροντος κείρουσι κείρουσί κεκαρμένους κεκαρμένων κεκρυμμένως κερείς keiramenos keirámenos keirantos keírantos keirasthai keírasthai keirastho keirasthō keirástho keirásthōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |