NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom katechó Definition a holding fast NASB Word Usage dispossessing (1), possession (1). Forms and Transliterations κατασχεσει κατασχέσει κατασχέσεσιν κατασχέσεως κατασχεσιν κατάσχεσιν κατάσχεσίν κατάσχεσις κατατάσσων κατατεμούσιν κατατενεί κατατενείς κατατέρπου κατατέτακται κατατετμημένοι κατατήξεις κατέταξας κατετέμνοντο kataschesei kataschései kataschesin katáschesinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |