2674. katarithmeó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from kata and arithmeó
Definition
to number among
NASB Word Usage
counted (1).

Forms and Transliterations
καταράκτας καταράκτην καταράσσειν καταραχθήσεται καταριθμουμένω καταριθμούνται καταρράκται καταρράκτας καταρράκτην καταρράκτου καταρρακτών καταρρείν καταρρήγνυται κατερραγμένους κατέρραξαν κατέρραξας κατέρραξάς κατέρρει κατερρέμβευσεν κατέρριψεν κατερρύηκεν κατερρωγότας κατηριθμημένοι κατηριθμημενος κατηριθμημένος katerithmemenos katerithmeménos katērithmēmenos katērithmēménos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2673
Top of Page
Top of Page