2650. katamenó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from kata and menó
Definition
to remain
NASB Word Usage
stay (1), staying (1).

Forms and Transliterations
καταμείνη καταμειρισθώσιν καταμεμιγμένα καταμενοντες καταμένοντες καταμενω καταμενῶ καταμεριείτε καταμερίζει καταμερίσαι καταμετρείσθαι καταμετρηθήσεται καταμετρήσετε κατεμείναμεν κατέμειναν κατέμεινεν κατεμετρήθη παραμενῶ katamenontes kataménontes parameno paramenô paramenō paramenō̂
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2649
Top of Page
Top of Page