NAS Exhaustive Concordance Word Originakin to kalubé (hut, cabin) Definition to cover NASB Word Usage being covered (1), concealed (1), cover (2), covers (2), veiled (2). Forms and Transliterations εκάλυπτεν εκαλύπτετε εκάλυψα εκάλυψας εκάλυψε εκάλυψέ εκάλυψεν καλυπτει καλύπτει καλύπτειν καλυπτεσθαι καλύπτεσθαι καλύπτη καλύπτοντες καλύπτουσιν καλύπψει καλυφθήσεται καλύψαι Καλυψατε Καλύψατε καλυψει καλύψει καλύψεις καλύψη καλύψουσι καλύψουσί καλύψουσιν καλύψω καλώδια καλωδίοις κεκαλυμμενον κεκαλυμμένον Kalupsate kalupsei kaluptei kaluptesthai Kalypsate Kalýpsate kalypsei kalýpsei kalyptei kalýptei kalyptesthai kalýptesthai kekalummenon kekalymmenon kekalymménonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |