NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom katharos Definition to cleanse NASB Word Usage clean (3), cleanse (5), cleansed (16), cleanses (1), cleansing (1), declared...clean (1), make...clean (3), purify (1). Forms and Transliterations εκαθάριζεν εκαθάρισα εκαθάρισαν εκαθάρισε εκαθαρισεν εκαθάρισεν ἐκαθάρισεν εκαθαρίσθη ἐκαθαρίσθη εκαθαρίσθημεν εκαθαρισθησαν εκαθαρίσθησαν ἐκαθαρίσθησαν εκαθερισθη ἐκαθερίσθη καθαριει καθαριεί καθαριεῖ καθαριείς καθαριζει καθαρίζει καθαριζεσθαι καθαρίζεσθαι καθαριζεται καθαρίζεται καθαριζετε καθαρίζετε καθαριζόμενοι καθαριζόμενον καθαριζομένου καθαρίζον καθαριζονται καθαρίζονται καθαριζων καθαρίζων καθαριότητα καθαριότητι καθαριούσιν καθαρισαι καθαρίσαι καθαρισας καθαρίσας καθαρισατε καθαρίσατε καθαρισεί καθαρίσει καθαριση καθαρίση καθαρίσῃ καθαρισθείς καθαρισθέντα καθαρισθέντος καθαρισθή καθαρισθήναι καθαρισθής καθαρισθήσεσθε καθαρισθήσεται καθαρίσθήσεται καθαρισθήση καθαρισθήσομαι καθαρισθήτε καθαρίσθητε καθαρισθητι καθαρίσθητι καθαρισον καθάρισον καθάρισόν κάθαρισόν καθαρίσουσι καθαρισωμεν καθαρίσωμεν καθαριώ κεκαθαρισμένον κεκαθαρισμενους κεκαθαρισμένους κεκαθαρισμένω κεκάθαρισται ekatharisen ekathárisen ekatharisthe ekatharisthē ekatharísthe ekatharísthē ekatharisthesan ekatharisthēsan ekatharísthesan ekatharísthēsan kathariei katharieî katharisai katharísai katharisas katharísas katharisate katharísate katharise katharisē katharísei katharísēi katharisomen katharisōmen katharísomen katharísōmen katharison kathárison katharistheti katharisthēti katharístheti katharísthēti katharizei katharízei katharizesthai katharízesthai katharizetai katharízetai katharizete katharízete katharizon katharizōn katharízon katharízōn katharizontai katharízontai kekatharismenous kekatharisménousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |